λοξοδρόμημα

λοξοδρόμημα
το [λοξοδρομώ]
λοξοδρόμηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παρέκκλιση — Εκτροπή ενός πλοίου ή ενός αεροπλάνου από την πορεία, η οποία οφείλεται, αντίστοιχα, σε ρεύματα του νερού ή της ατμόφαιρας. Η γωνία της π. είναι αυτή που σχηματίζεται από τη διεύθυνση της ταχύτητας του κινητού, ως προς το νερό ή τον αέρα όπου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”